Ο ψεύτης βοσκός και ο λύκος
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας νεαρός. Δυσκολευόταν πολύ να βρει δουλειά για να ζήσει και αποφάσισε να γίνει βοσκός στο χωριό του. Τι δουλειά δεν την ήξερε αλλά όλοι τον βοήθησαν να ξεκινήσει και μάλιστα οι άλλοι βοσκοί που τον συμπαθούσαν του χάρισαν από ένα πρόβατο για να φτιάξει το κοπάδι του.
Έφτιαξε το μαντρί του λίγο έξω από το χωριό, κοντά στο δάσος και κάθε μέρα πήγαινε τα πρόβατα να βοσκήσουν στο λιβάδι. Ήθελε το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί να είναι αγνά και νόστιμα. Ήταν πολύ ευτυχισμένος και ήρεμος. Συνήθως απολάμβανε την όμορφη εξοχή παίζοντας την φλογέρα του, την ώρα που τα πρόβατα απολάμβαναν το χορταράκι τους.
Μια μέρα που είχε ξεχάσει την φλογέρα του σκέφτηκε για να περάσει η ώρα του, να σκαρώσει μια φάρσα στους συγχωριανούς του. Ανέβηκε σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού «Βοήθεια συγχωριανοί, ένας λύκος τρώει τα πρόβατά μου. Τρέξτε. Βοήθεια». Πράγματι όλοι πήραν ότι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Όταν έφτασαν, τον βρήκαν να γελάει με την φάρσα του και να είναι ευχαριστημένος που οι συγχωριανοί του τον αγαπούσαν τόσο πολύ που έτρεξαν να το βοηθήσουν.
Όπως φαίνεται βρήκε πολύ διασκεδαστική την φάρσα γιατί την έκανε ακόμα δυο τρεις φορές και οι συγχωριανοί του έτρεχαν να το βοηθήσουν. Κάθε φορά όμως λιγότεροι γιατί άρχισαν να μην τον πιστεύουν.
Μετά από λίγες μέρες ο βοσκός πήγε στην πλατεία του χωριού για να πουλήσει το γάλα, το γιαούρτι και τα τυριά που είχε παράγει. Ανέβηκε σε ένα τραπέζι του καφενείου και φώναζε «ελάτε συγχωριανοί μου να πάρετε τα πιο αγνά προϊόντα». Όλοι όμως πίστευαν ότι τα προϊόντα είναι χαλασμένα και νοθευμένα και οι άλλοι βοσκοί τον έλεγαν ψεύτη. Τελικά δεν πούλησε τίποτα παρά μόνο στους άλλους ψεύτες του χωριού που είχαν βρει διασκεδαστικές τις φάρσες που είχε σκαρώσει.
Ο βοσκός αποφάσισε να πάει να δουλέψει στην πόλη για να ζήσει, ο λύκος δεν εμφανίστηκε ποτέ και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ο βοσκός, ο λύκος και όλοι οι χαρακτήρες αυτού του μύθου είναι φανταστικοί.